- χοντροδουλειά
- η1) тяжёлая домашняя работа, чёрная работа; 2) грубая, топорная работа
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χοντροδουλειά — η 1. βαριά δουλειά: Η γυναίκα αυτή δεν κάνει για χοντροδουλειές. 2. κακότεχνη εργασία: Τα έπιπλα αυτά δείχνουν χοντροδουλειά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χοντροδουλειά — η, Ν 1. βαριά, κουραστική εργασία, ιδίως χειρωνακτική 2. αδρομερής, κακότεχνη κατεργασία … Dictionary of Greek
χοντρ(ο)- — και χονδρ(ο) Ν α συνθετικό λ. τής Νέας Ελληνικής το οποίο ανάγεται στο επίθετο χοντρός / χονδρός και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες, οι περισσότερες από τις οποίες απαντούν και στο επίθετο χοντρός: α) «παχύς, ευτραφής, μεγαλόσωμος, ογκώδης»… … Dictionary of Greek
χοντροκοπιά — η 1. άτεχνη εργασία, χοντροδουλειά. 2. αγροίκος, άξεστος: Αυτός είναι μια χοντροκοπιά. 3. χωριατιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)